δασολογία — η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη, τη φροντίδα, τη διατήρηση και την εκμετάλλευση των δασών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δασολογικός — ή, ό όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δασολογία («δασολογικές σχολές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δασολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Νικ. Χλωρό] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
δασολόγος — ο ο ειδικός στη δασολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + λογος < λέγω. Η λ. (στον πληθυντικό) μαρτυρείται από το 1889 στο περιοδικό Φοίβος] … Dictionary of Greek
Γεννηματάς, Νικόλαος — (Αθήνα 1875 – Βιέννη 1931). Καθηγητής των ανώτερων μαθηματικών και της θεωρητικής μηχανικής. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (τότε Σχολείον Βιομηχανικών Τεχνών). Αρχικά εργάστηκε ως πολιτικός μηχανικός. Το 1900 με… … Dictionary of Greek
δασολογικός, -ή — ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δασολογία: Τελείωσε τη δασολογική σχολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δασολόγος — ο, η επιστήμονας ειδικός στη δασολογία: Ο δασολόγος είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση των δασών της περιοχής του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)